Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ηγεμονεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ηγεμονεύω [ijemonévo] Ρ5.1α : 1. είμαι ηγεμόνας. 2. λόγω υπεροχής (πολιτικής, οικονομικής, κοινωνικής κτλ.), έχω την απόλυτη κυριαρχία.

[λόγ. < αρχ. ἡγεμονεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες