Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηγεμονεύω [ijemonévo] Ρ5.1α : 1. είμαι ηγεμόνας. 2. λόγω υπεροχής (πολιτικής, οικονομικής, κοινωνικής κτλ.), έχω την απόλυτη κυριαρχία.
[λόγ. < αρχ. ἡγεμονεύω]