Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηγεμονία η [ijemonía] Ο25 : 1. (ιστ.) η εξουσία και η επικράτεια του ηγεμόνα· χώρα ημιανεξάρτητη η οποία βρίσκεται κάτω από την επικυριαρχία άλλης και έχει περιορισμένη τη δυνατότητα της αυτοδιάθεσης: Οι παραδουνάβιες ηγεμονίες. H ~ της Mολδοβλαχίας. 2. η πολιτική, οικονομική, κοινωνική κτλ. υπεροχή και η επιβολή δύναμης ενός κράτους ή μιας κοινωνικής ομάδας πάνω σε άλλους: H ~ της Σπάρτης. H ~ των Aθηνών. H Γερμανία επεδίωξε την ~ του κόσμου. H οικονομική ~ της αστικής τάξης.
[λόγ.: 2: αρχ. ἡγεμονία· 1: & σημδ. γαλλ. principauté]
[Λεξικό Κριαρά]
- ηγεμονία η.
-
- 1) Κυριαρχία, εξουσία:
- (Έκθ. χρον. 7314).
- 2) Το βασιλικό αξίωμα, η βασιλική εξουσία:
- Ετελεύτησε δε … ο σουλτάν Μεχεμέτης … και έλαβε την ηγεμονίαν ο υιός αυτού (αυτ. 223).
- 3) Βασίλειο, χώρα:
- κυριεύσας γαρ τοσαύτας ηγεμονίας (αυτ. 7826).
[αρχ. ουσ. ηγεμονία. Η λ. και σήμ.]
- 1) Κυριαρχία, εξουσία: