Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ζώον το· ζο· οζό· οζώο(ν).
-
- 1) Ζώο:
- (Στάθ. Γ´ 230).
- 2) Ζωγραφισμένη ή ανάγλυφη παράσταση:
- Ετήρησε … ζώον, σχήμα ως ανδρός (Βέλθ. 404).
[αρχ. ουσ. ζώον. Ο τ. ζο και σήμ. λαϊκ. Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- 1) Ζώο: