Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζώο
50 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζώο το [zóo] Ο39 : 1. (και βιολ.) σύμφωνα με μια παλαιότερη αλλά ακόμη αποδεκτή διάκριση των έμβιων όντων σε ζώα και φυτά, κάθε ζωντανός οργανισμός προικισμένος με αισθήσεις και με την ικανότητα να μετακινείται και να βρίσκει μόνος του την τροφή· κάθε ζωντανός οργανισμός που ανήκει στην τελευταία και ανώτερη κατηγορία από τις πέντε στις οποίες διακρίνει η νεότερη βιολογία τα έμβια όντα (οι άλλες τέσσερις: τα φυτά, οι μύκητες, τα πρώτιστα και τα μονήρη): Tο βασίλειο των ζώων. Συνομοταξία ή φύλο / ομοταξία ζώων. Ωοτόκα / ζωοτόκα / σπονδυλωτά / φυτοφάγα / σαρκοφάγα ζώα. Ο άνθρωπος είναι ~ έλλογο. Συγκριτικά με τα άλλα ζώα, ο άνθρωπος έχει λιγότερα και ατελέστερα ένστικτα. 2α. με εξαίρεση τον άνθρωπο και συνήθ. σε αντιδιαστολή προς αυτόν, για κάθε άλλο είδος ζώου, το οποίο δεν έχει ενδιάθετο και έναρθρο λόγο· (πρβ. κτήνος): Εξημερωμένο / κατοικίδιο ~. Άγριο ~· (πρβ. αγρίμι, θηρίο): Ένα κοπάδι ζώα. Tα ζώα μιας γεωγραφικής περιοχής, η πανίδα. Tα ζώα του δάσους / της ζούγκλας. Tο πρόβατο είναι από τα πρώτα ζώα που εξημέρωσε ο άνθρωπος. Παρίσταναν τους θεούς με μορφή ζώου. β. (μειωτ.) για τρόπο ενέργειας, συμπεριφοράς κτλ. που δεν ταιριάζει με την ανώτερη ηθική και πνευματική υπόσταση του ανθρώπου: Zει σαν το ~. || Δουλεύει σαν ~, πάρα πολύ. Έφαγε σαν ~. Kοιμάται σαν ~, πολύ και βαριά. || τα ζωώδη ένστικτα του ανθρώπου: Ξύπνησε το ~ μέσα του. γ. (ως μειωτικός και υβριστικός χαρακτηρισμός προσώπου) βλάκας, αναίσθητος, άξεστος, αγενής· (πρβ. κτήνος): ~! ούτε ευχαριστώ δεν είπε. Bρε ~! έτσι σου έμαθαν στο σπίτι σου να φέρεσαι; (έκφρ.) ένα ~ και μισό*. ζωάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 2α.

[μσν. ζώο(ν) < αρχ. ζῷον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζωο- 1 [zoo] & ζωό- [zoó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ζω- [zo], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : η έννοια της λέξης ζώο ως α' συνθετικό σε λόγιας προέλευσης σύνθετα (συνήθ. επιστημονικούς όρους): α. προσδιοριστικά: ~παράσιτο, ~τοξίνη, ~παθολογία, ~φυσική, ~γεωγραφία· ζωεμπόριο, ζωέμπορος, ~τροφή. β. αντικειμενικά: ~κτονία, ~κόμος, ~τόκος, ~λάτρης, ~φόρος. γ. κτητικά: ζωόμορφος.

[λόγ. < αρχ. ζῳ(ο)- θ. του ουσ. ζῷο(ν) ως α' συνθ.: αρχ. ζῳο-τροφία, μσν. ζωο-κτονία & διεθ. zo(o)- < αρχ. ζῳ(ο)-: ζω-ανθρωπία < γαλλ. zoanthropie, ζωο-ταξία `ζωολογική ταξινόμηση΄ < διεθ. zoo- + -taxy]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζωο- 2 : η έννοια της λέξης ζωή ως α' συνθετικό σε λόγιας προέλευσης σύνθετα, συνήθ. αντικειμενικά: ~δότης, ~δόχος, ~γόνος, (ανα)ζωογονώ.

[λόγ. < αρχ. ζωο- θ. του ουσ. ζω(ή) -ο- και του επιθ. ζωό(ς) `ζωντανός΄ ως α' συνθ.: αρχ. ζωο-γονῶ & διεθ. zoo- < αρχ. ζωο-: ζωο-γονίδιο < διεθ. zoo- + gonidium]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζωογεωγραφία η [zoojeoγrafía] Ο25 : κλάδος της βιολογίας που μελετά τη γεωγραφική εξάπλωση και κατανομή των ζωικών ειδών.

[λόγ. < διεθ. zoo- = ζωο- 1 + geography < ελνστ. γεωγραφία (π.χ. γαλλ. zoogéographie)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζωογόνος -α / -ος -ο [zooγónos] Ε14 : α. που δίνει ζωή: Οι ζωογόνες δυνάμεις της φύσης. || που προκαλεί ένα συναίσθημα σωματικής ευεξίας και ψυχικής ευφορίας: Zωογόνο αεράκι. H ζωογόνα πνοή της άνοιξης. β. (μτφ.) που ενισχύει τις ψυχικές και ηθικές δυνάμεις του ανθρώπου: Zωογόνα πίστη / δύναμη.

[λόγ. < ελνστ. ζωογόνος (< ζωή)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζωογονώ [zooγonó] -ούμαι Ρ10.9 : δίνω ζωή, δύναμη· αναζωογονώ.

[λόγ. < αρχ. ζωογονῶ (< ζωή)]

[Λεξικό Κριαρά]
ζωογονώ.
  • I. (Ενεργ.) δίνω ζωή:
    • (Φυσιολ. 3459
    • (μεταφ.):
      • Το γράμμα είναι ζωντανόν, ζωογονεί και άλλους (Ιστ. Βλαχ. 2227).
  • II. (Μέσ.) αποκτώ ζωή:
    • ευθύς σηκώνουνται (ενν. τα παιδιά), πάλιν ζωογονούνται (Φυσιολ. (Legr.) 801).

[αρχ. ζωογονέω. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζωοδότης ο [zooδótis] Ο10 θηλ. ζωοδότρα [zooδótra] Ο25α & (λόγ.) ζωοδότειρα [zooδótira] Ο27α : (συνήθ. ως επίθ.) που δίνει ζωή· ζωογόνος: Ο ~ ήλιος. Zωοδότρες ακτίνες. || (εκκλ.) ο Zωοδότης, ο Θεός.

[λόγ. < ελνστ. ζωοδότης (< ζωήζωοδό(της) -τρα· λόγ. < μσν. ζωοδότειρα, ως θηλ. του ελνστ. ζωοδοτήρ `ζωοδότης΄, κατά το σχ.: αρχ. δοτήρ, ελνστ. δότης - αρχ. θηλ. δότειρα]

[Λεξικό Κριαρά]
ζωοδότης ο.
  • (Προκ. για το Χριστό) αυτός που δίνει ζωή:
    • (Παϊσ., Ιστ. Σινά 440).

[μτγν. ουσ. ζωοδότης. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζωοδόχος -ος -ο [zooδóxos] Ε14 : (λόγ.) που δέχεται ή έχει δεχτεί τη ζωή. || ως επίθετο της Παναγίας: Zωοδόχος Πηγή.

[λόγ. < ελνστ. ζωοδόχος (< ζωή)]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες