Παράλληλη αναζήτηση
12 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζύγι το [zíji] Ο44 : 1α. (συνήθ. πληθ.) το καθορισμένου βάρους αντικείμενο που τοποθετείται στον έναν από τους δύο δίσκους μιας ζυγαριάς· τα σταθμά· (πρβ. αντίβαρο). β. το ζύγισμα: Mας γέλασε / μας έκλεψε στο ~. Πουλάνε με το ~ και με το κομμάτι. 2. το μικρό βάρος που κρέμεται από το ένα άκρο του νήματος της στάθμης· βαρίδι. 3. τα δύο ή περισσότερα νήματα με τα οποία εξασφαλίζεται η ισορροπία του χαρταετού.
[μσν. ζύγι < ζύγιν < ζύγιον < ζυγ(ίζω) -ι (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ζύγι το,
- βλ. ζύγιν.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζυγιάζω [zijázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. (προφ.) ζυγίζω το βάρος. 2. (μτφ.) μετρώ, αξιολογώ το ηθικό βάρος ή τη σημασία πράγματος, ζυγίζω, μετρώ, σταθμίζω. α. υπολογίζω τα θετικά και τα αρνητικά στοιχεία, τα υπέρ και τα κατά μιας ενέργειας, κατάστασης κτλ.: Nα τα ζυγιάσεις καλά όσα σου είπε. β. (για λόγο) επιλέγω ύστερα από σκέψη και χρησιμοποιώ τις καταλληλότερες και πιο καίριες λέξεις, διατυπώσεις: ~ τις κουβέντες. Zυγιασμένα λόγια, μετρημένα. 3α. τοποθετώ κτ., ύστερα από υπολογισμό, σε μια θέση ισορροπίας, συμμετρίας: Zυγιάζουμε καλά τα στηρίγματα για να είναι στην ίδια ευθεία. β. για πτηνό που ισορροπεί με μισανοιγμένα φτερά, έτοιμο να πετάξει: Ο αετός ζυγιάζει τα φτερά του / ζυγιάζεται.
[ελνστ. ζυγιάζω (< αρχ. ζυγός)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ζυγιάζω· ζυάζω.
-
- 1) Ζυγίζω:
- μέτρος ού παρκάτω να ζυγιάσει (Ασσίζ. 48124).
- 2) (Μεταφ.) κρίνω, λογαριάζω:
- αν ήτον δίκαιο το εζύγιαζε με γνώση (Λίμπον. 177).
[μτγν. ζυγιάζω (Lampe). Η λ. στη Σούδα (LBG) και σήμ.]
- 1) Ζυγίζω:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζύγιασμα το [zíjazma] Ο49 : 1. (προφ.) ζύγισμα. 2. (μτφ.) ακριβής υπολογισμός ενεργειών και των συνεπειών τους: Mη βιάζεσαι να αποφασίσεις· θέλει ~ η υπόθεση.
[ζυγιασ- (ζυγιάζω) -μα]
[Λεξικό Κριαρά]
- ζύγιασμα το.
-
- Ζύγισμα:
- μη κάμετε άδικο … εις το ζύγιασμα (Πεντ. Λευιτ. XIX 35).
[<αόρ. του ζυγιάζω + κατάλ. ‑μα. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Ζύγισμα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζυγίζω [zijízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. μετρώ το βάρος ενός σώματος με ζυγαριά: ~ το κρέας / τα φρούτα / ένα δέμα / τις αποσκευές μου. || (παθ.) μετρώ το βάρος μου σε ζυγαριά: Έχω καιρό να ζυγιστώ. β. ~ κτ. με το χέρι / με το μάτι, υπολογίζω κατά προσέγγιση το βάρος του σηκώνοντάς το ή παρατηρώντας το. 2. έχω ορισμένο βάρος: Πόσο ζυγίζει η βαλίτσα; Ένα μεγάλο καρπούζι, θα ζύγιζε ίσαμε δέκα κιλά. Έχει ύψος 1,65 και ζυγίζει 74 κιλά. 3. (παθ.) παρατάσσομαι σε ζυγούς, στην ίδια οριζόντια ευθεία μαζί με άλλους· (πρβ. στοιχίζω 2): Οι στρατιώτες πρέπει να είναι στοιχημένοι και ζυγισμένοι. (ως γυμναστικό παράγγελμα): Zυγιστείτε. 4. (μτφ.) μετρώ το ηθικό βάρος ή τη σημασία πράγματος· ζυγιάζω, μετρώ, σταθμίζω. α. υπολογίζω την ηθική αξία πράγματος: H αξία ενός σκοπού ζυγίζεται με μέτρα ηθικά. β. υπολογίζω τα επακόλουθα, τα υπέρ και τα κατά μιας ενέργειας, λόγου, κατάστασης κτλ.: Mιλούσε αργά, ζυγίζοντας μια μια την κάθε του λέξη.
[μσν. ζυγίζω < αρχ. ζυγ(ός) -ίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ζυγίζω.
-
- α) Ζυγίζω:
- σαν τα εχώνευσαν, τα εζύγισαν (ενν. τα κομμάτια του χρυσού) (Δωρ. Μον. (Βαλ.) 42)·
- β) (μεταφ.) υπολογίζω (με ορισμένα δεδομένα):
- του ’πε για τον πόλεμον … και του ζύγισε ετότες κάθα πράμα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 46315).
[<ουσ. ζυγός + κατάλ. ‑ίζω. Η λ. στη Σούδα με διαφορ. σημασ. (L‑S), σε έγγρ. (13. αι., LBG) και σήμ.]
- α) Ζυγίζω:
[Λεξικό Κριαρά]
- ζύγιν το· ζύγι· ζυγίν· ζυγίον.
-
- 1) Ζυγαριά:
- κρατεί στην χέραν της … το ζύγιν (Βεν. 44).
- 2) Ζύγιασμα, ζύγι:
- άδικον ζύγιν (Ασσίζ. 2323).
- 3) Μέτρα βάρους, σταθμά:
- Το ιε´, τα ζυγία τους Γενουβήσους και τα μέτρη τους (Μαχ. 13810).
[<μτγν. ουσ. ζύγιον· βλ. και Lampe. Ο τ. ‑ι στο Meursius και σήμ. Η λ. και ο τ. ζυγίν στο LBG]
- 1) Ζυγαριά:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζύγιση η [zíjisi] Ο33 : η ενέργεια του ζυγίζω· ο υπολογισμός του βάρους.
[λόγ. ζυγι- (ζυγίζω) -σις > -ση]