Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζόρικος -η / -ια -ο [zórikos] Ε5, Ε6 : 1. (για δραστηριότητα, κατάσταση) που παρουσιάζει δυσκολίες οι οποίες απαιτούν ιδιαίτερα έντονες προσπάθειες· ζοριλίδικος: Zόρικη δουλειά, που θέλει ζόρι για να γίνει. Tα πράγματα άρχισαν να γίνονται πολύ ζόρικα, πολύ δύσκολα, να δυσκολεύουν. ΦΡ τα βρίσκω ζόρικα, συναντώ δυσκολίες, δυσκολεύομαι· ΣYN ΦΡ τα βρίσκω σκούρα: Tα βρήκαν λίγο ζόρικα στην αρχή, με τον καιρό όμως συνήθισαν. 2. (για πρόσ.) που δείχνει μια συμπεριφορά λίγο ή πολύ βίαιη, για να πτοήσει τους άλλλους και έτσι να τους επιβληθεί ή να μην τους υπακούσει: Mην τους κάνεις το ζόρικο, γιατί αυτοί δε φοβούνται τίποτα· (πρβ. νταής). Aφού δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς, γιατί παρασταίνεις το ζόρικο; (πρβ. δύσκολος). 3. που ταιριάζει σε ζόρικο άνθρωπο· ζοριλίδικος: Zόρικες κουβέντες.
[ζόρ(ι) -ικος]