Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζωοτροφή
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζωοτροφή η [zootrofí] Ο29 (συνήθ. πληθ.) : τροφή ειδικά για ζώα.

[λόγ. ζωο- 1 + τροφή (διαφ. το μσν. ζωοτροφή (< ζωή) `τροφή για τη διατήρηση του ανθρώπου στη ζωή΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
ζωοτροφή η· ζωοθροφή.
  • α) Τροφή, τρόφιμα:
    • την δε ζωοτροφήν αυτών εξ Αιγύπτου κομίζουν (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1865
  • β) «τα προς το ζην»:
    • στερημένοι της ζωοθροφής τους (Χριστ. διδασκ. 415).

[<ουσ. ζωοτροφία. Η λ. (Du Cange) και ο τ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες