Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζωοτέχνης ο [zootéxnis] Ο10 : που ασχολείται με τη ζωοτεχνία, με τη μελέτη και εφαρμογή των μεθόδων της.
[λόγ. ζωοτεχν(ία) -ης (αναδρ. σχημ.) μτφρδ. γαλλ. zootechnicien < zootechnie = ζωοτεχνία (δες λ.)]