Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ζωοποιώ· ζωποιώ· ζωπώ.
-
- I. Ενεργ.
- Α´ Μτβ.
- α) Δίνω ζωή:
- εις Πνεύμα το Άγιον, ζωοποιούν τα πάντα (Διγ. Gr. 792)·
- β) ανασταίνω:
- ο φοίνικας έχει την εξουσίαν του αποκτείναι εαυτόν και του ζωοποιήσαι (Φυσιολ. (Legr.) 779)·
- γ) αφήνω να ζήσει κάπ., κρατώ κάπ. στη ζωή:
- παν υιός οπού γεννάται εις τον ποταμό να τον ρίξετε και παν θυγατέρα να ζωποίσετε (Πεντ. Έξ. I 22)·
- δ) φρ. ζωποιώ σπορά = (προκ. για γυναίκα) φέρνω στη ζωή, γεννώ:
- (Πεντ. Γέν. XIX 32).
- α) Δίνω ζωή:
- Β´ (Αμτβ.) ανασταίνομαι, αναζωογονούμαι:
- το όρνεον διά τριών ημερών εζωοποίησε (Φυσιολ. (Zur.) XIII 219).
- Α´ Μτβ.
- II. (Μέσ.) παίρνω ζωή:
- ούτω ζωοποιούται (ενν. ο ερωδιανός) (Φυσιολ. (Zur.) XXXVIII 27)·
- (μεταφ.):
- τα άπιστα έθνη … ζωοποιήθησαν (Φυσιολ. 339).
[αρχ. ζωοποιέω]
- I. Ενεργ.