Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζωοποιός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ζωοποιός, επίθ.
  • Που παρέχει ζωή, ζωοδότης:
    • να ομόσει επάνω του τιμίου και ζωοποιού σταυρού (Ασσίζ. 563).

[μτγν. επίθ. ζωοποιός. Η λ. και σήμ. εκκλ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζωοποιός -ός / -ά -ό [zoopiós] Ε13 : (εκκλ.) που δημιουργεί, που παρέχει ζωή· (πρβ. ζωοδότης, ζωοδόχος): Tο ζωοποιό Άγιο Πνεύμα.

[λόγ. < ελνστ. ζωοποιός (< αρχ. ζωός `ζωντανός΄, ζωή)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες