Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζωολογικός -ή -ό [zoolojikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωολογία: Zωολογική μελέτη. Zωολογικό μουσείο. || ~ κήπος, όπου υπάρχουν ζώα για να τα βλέπουν οι επισκέπτες του.
[λόγ. < γαλλ. zoologique < zoo log(ie) = ζωολογ(ία) -ique = -ικός]