Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζωοκλοπή η [zooklopí] Ο29 : κλοπή ζώων (ιδ. αλόγων, προβάτων κτλ.): Tο αδίκημα της ζωοκλοπής τιμωρείται αυστηρά από το νόμο.
[λόγ. ζωο- 1 + κλοπή μτφρδ. τουρκ. hayvan hιrsιzlιğι]