Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζωογονώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζωογονώ [zooγonó] -ούμαι Ρ10.9 : δίνω ζωή, δύναμη· αναζωογονώ.

[λόγ. < αρχ. ζωογονῶ (< ζωή)]

[Λεξικό Κριαρά]
ζωογονώ.
  • I. (Ενεργ.) δίνω ζωή:
    • (Φυσιολ. 3459
    • (μεταφ.):
      • Το γράμμα είναι ζωντανόν, ζωογονεί και άλλους (Ιστ. Βλαχ. 2227).
  • II. (Μέσ.) αποκτώ ζωή:
    • ευθύς σηκώνουνται (ενν. τα παιδιά), πάλιν ζωογονούνται (Φυσιολ. (Legr.) 801).

[αρχ. ζωογονέω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες