Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζωντοχήρος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζωντοχήρος ο [zondoxíros] Ο18 & ζωντόχηρος ο [zondóxiros] Ο20 θηλ. ζωντοχήρα [zondoxíra] Ο25α : (προφ.) αυτός που έχει πάρει διαζύγιο και η πρώην γυναίκα του ζει· διαζευγμένος, χωρισμένος.

[ζώντ(α) (δες στο ζωντανός) -ο- + χήρος· μετακ. τόνου κατά τα σύνθετα· ζωντοχήρ(ος) ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες