Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζωντανό
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζωντανό το [zondanó] Ο38 : 1. (λαϊκότρ.) για κάθε είδους ζώο από αυτά που εκτρέφει ο άνθρωπος για τη διατροφή και την εργασία του· κατοικίδιο ζώο. 2. ως υβριστικός και περιφρονητικός χαρακτηρισμός προσώπου· κουτός, ζώο, ζωντόβολο.

[ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. ζωντανός, κατά το “σχήμα κατ΄ εξοχήν” (δηλ. τα πιο χρήσιμα ζώα, τα πιο σημαντικά από τα ζωντανά πλάσματα για τον άνθρωπο)]

[Λεξικό Κριαρά]
ζωντανός, επίθ.· ?ζώντανος.
  • 1) Ζωντανός:
    • ολίγοι μείναν ζωντανοί, οι άλλοι εκοπήκαν (Διακρούσ. 8517).
  • 2)
    • α) Που υπάρχει πραγματικά, που υφίσταται:
      • Το γράμμα είναι ζωντανόν, ποτέ δεν απεθνήσκει (Ιστ. Βλαχ. 65
    • β) αληθινός:
      • φωνή Θεού ζώντανου (Πεντ. Δευτ. V 23).
  • 3) Αναμμένος:
    • τα κάρβωνα τα ζωντανά (Σταφ., Ιατροσ. 357).
  • Ο πληθ. του αρσ. ως ουσ. = οι άνθρωποι:
    • στην συντροφιά των ζωντανών εγώ δεν τονε βάνω (Ριμ. κόρ. 663).
  • Το ουδ. ως ουσ. = ζώο:
    • από όλο το ζωντανό από παν σάρκα, δυο από όλα να φέρεις προς το κιβωτό (Πεντ. Γέν. VI 19).

[<αιτιατ. ζώντα (της αρχ. μτχ. ζων) + κατάλ. νός. Η λ. στο Du Cange, στο LBG και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζωντανός -ή -ό [zondanós] Ε1 : I. (βιολ.) που έχει ζωή: Zωντανοί οργανισμοί ή ζωντανά όντα, τα έμβια όντα: Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, με εξαίρεση τους ιούς, αποτελούνται από ένα ή περισσότερα κύτταρα. Tο κύτταρο αποτελεί τη μικρότερη ζωντανή μονάδα. II. (σε αντιδιαστολή προς ό,τι έπαψε να έχει ζωή): α. (για άνθρ.) που βρίσκεται στη ζωή, που ζει. ANT νεκρός, πεθαμένος: Θάφτηκαν ζωντανοί κάτω από τα ερείπια. Είχε χάσει τις αισθήσεις του, ήταν όμως ακόμη ~, ζούσε. || (ως ουσ.): Δεν ήξερες αν κλαιν τον πεθαμένο ή τους ζωντανούς που άφησε πίσω του. (έκφρ.) ο ~ ο χωρισμός*. ΦΡ ~ νεκρός, κυρίως για κπ. που από μεγάλη δυστυχία έχασε κάθε ενδιαφέρον για τη ζωή. θα σε γδάρω* ζωντανό. β. (για ζώο) ANT νεκρός, ψόφιος: Aπό ολόκληρο κοπάδι πρόβατα δύο τρία έμειναν ζωντανά· τ΄ άλλα ψόφησαν. Έσφαξε τα άρρωστα ζώα όσο ήταν ακόμα ζωντανά, πριν του ψοφήσουν όπως τ΄ άλλα. || Zωντανά ψάρια, που ακόμα σπαρταρούν ή μτφ. που είναι πολύ φρέσκα. || (ως ουσ.) το ζωντανό*. III. (μτφ.) 1. (για πρόσ. ή δραστηριότητα προσώπων) που εκδηλώνει μια έντονη διάθεση για ζωή, κίνηση, δράση, που έχει ζωντάνια: Yπήρξε ένα από τα πιο ζωντανά και δραστήρια μέλη του συλλόγου μας. Tο άλλοτε ζωντανό φοιτητικό κίνημα είχε αρχίσει να μαραζώνει. || Οι ζωντανές δυνάμεις της κοινωνίας μας, δραστήριες και δημιουργικές. 2. για κτ. που διατηρείται ή χρησιμοποιείται ακόμα: Οι ζωντανές παραδόσεις του λαού μας. || Οι ζωντανές γλώσσες, που μιλιούνται σήμερα, σε αντιδιαστολή προς τις νεκρές. || που δεν έχει εξασθενίσει: Zωντανές αναμνήσεις. 3. για κτ. που προκαλεί μια έντονη εντύπωση στις αισθήσεις μας: Zωντανά χρώματα, ζωηρά, έντονα, φωτεινά. || που παρασταίνεται με ζωηρότητα, που αναπαριστά πειστικά την πραγματικότητα: Zωντανή περιγραφή. Zωντανοί διάλογοι, ενός θεατρικού έργου. || χαρακτηριστικός και υπαρκτός: Zωντανό παράδειγμα. Zωντανή απόδειξη. 4. (ειδ.) για ραδιοφωνική ή τηλεοπτική εκπομπή που παρουσιάζει ένα γεγονός, θέαμα ή ακρόαμα, στον ίδιο χρόνο κατά τον οποίο γίνεται: Zωντανή αναμετάδοση ενός ποδοσφαιρικού αγώνα, απευθείας, όχι μαγνητοσκοπημένη. || για ένα θέαμα ή ακρόαμα που καταγράφεται στο χώρο στον οποίο παρουσιάζεται για το κοινό και όχι σε στούντιο: Zωντανή μαγνητοσκόπηση μιας θεατρικής παράστασης. Zωντανή ηχογράφηση μιας συναυλίας. ζωντανά ΕΠIΡΡ.

[μσν. ζωντανός < ελνστ. άκλ. μτχ. ζῶντα (πρβ. νεότ. ζώντας) κατά τα άλλα επίθ. σε -νός (π.χ. ικανός, αληθινός) < αρχ. ζῶν, αιτ. ζῶντα μεε. του ρ. ζῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
ζωντανοσύνη η.
  • Ζωντάνια, ζωηρότητα:
    • ζωντανοσύνη του νου (Μπερτόλδος 4).

[<επίθ. ζωντανός + κατάλ. σύνη. Η λ. στο Du Cange (λ. ζωντανός)]

[Λεξικό Κριαρά]
ζωντανοχωρισμένος, μτχ. επίθ.· ζωνδανοχωρισμένος.
  • (Προκ. για ξενιτεμένο) που απομακρύνθηκε από τους οικείους του ενώ ήταν ζωντανός:
    • (Εβρ. ελεγ. 164).

[<επίθ. ζωντανός + μτχ. παρκ. του χωρίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
ζωντανοχωριστός, επίθ.· ζωνδανοχωριστός.
  • Ζωντανοχωρισμένος (βλ. ά.):
    • (Εβρ. ελεγ. 164).

[<επίθ. ζωντανός + χωριστός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες