Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζωντάνια η [zondána] Ο25 : α. ζωηρή και έντονη έκφραση ή εκδήλωση ζωής, διάθεσης για δράση· (πρβ. ζωηρότητα): Xαρακτήρας άβουλος και υποτονικός, χωρίς ίχνος ζωντάνιας πάνω του. Mας κατέπληξε όλους με τη ~ και την ενεργητικότητά της. β. (μτφ.) η ιδιότητα πράγματος να προκαλεί μια ζωντανή και έντονη εντύπωση, σαν να ήταν κτ. το ζωντανό, αληθινό: H ~ μιας περιγραφής / μιας παράστασης / μιας εικόνας.
[ζωνταν(ός) -ια (αναδρ. σχημ.)]