Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζωμός ο [zomós] Ο17 : η ρευστή ουσία που παρασκευάζεται με το βρασμό ζωικής ή φυτικής ύλης σε νερό· (πρβ. ζουμί): ~ κρέατος / βοδινού / κότας / χόρτων. Ο μέλας* ~ των Σπαρτιατών.
[λόγ. < αρχ. ζωμός]
[Λεξικό Κριαρά]
- ζωμός ο· ζουμός.
-
- 1)
- α) Σούπα:
- είδον πίνακα ζωμόν έχοντα πλείστον (Προδρ. I 264)·
- β) ζουμί:
- βρέχε τον (ενν. τον σπόγγον) εκεί εις τον ζωμόν (Σταφ., Ιατροσ. 124).
- α) Σούπα:
- 2) Χυμός:
- Ζωμόν κυδωνίου (Ορνεοσ. αγρ. 52218).
- 3) Ρευστό μίγμα:
- (Δούκ. 20510).
[αρχ. ουσ. ζωμός. Ο τ. τον 11. αι. (LBG). Η λ. και σήμ.]
- 1)