Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ζωηρός, επίθ.· ζωερός.
-
- 1) Αυτός που δίνει ζωή:
- την ζωεράν την χάριν παίρνου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. α´ [33]).
- 2) Φοβερός:
- Ιησού Χριστέ, … μη οργισθῄς ημίν … επιδείξασθαι τα ζωηρά σου παθήματα (Μυστ. 49).
[<ουσ. ζωή + κατάλ. ‑ηρός. Η λ. τον 4. αι. (Lampe), στη Σούδα και σήμ.]
- 1) Αυτός που δίνει ζωή:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζωηρός -ή -ό [zoirós] Ε1 : I. (για πρόσ.) α. που η συμπεριφορά του χαρακτηρίζεται από μια διαρκή κινητικότητα και ενεργητικότητα, μια διάθεση, δύναμη για ζωή, κίνηση και δράση· που έχει ζωντάνια και ενεργητικότητα· (πρβ. ζωντανός, δραστήριος, ενεργητικός): Γερά, ζωηρά και έξυπνα παιδιά. ~ άνθρωπος. || που βρίσκεται σε διαρκή κατάσταση πνευματικής εγρήγορσης, ετοιμότητας: Πνεύμα ζωηρό και ανήσυχο, δεν ικανοποιείται με λύσεις εύκολες. || που επιζητά συνεχώς ερωτικές περιπέτειες. β. (κυρ. για παιδιά) που δεν ησυχάζει ή δεν υπακούει εύκολα· ανήσυχος, άτακτος. ANT φρόνιμος: Δεν μπορώ να πω ότι είναι άτακτος ή απείθαρχος μαθητής· λίγο ~ όμως είναι. || (ως ουσ.): Ο δάσκαλος βάζει τους ζωηρούς χωριστά. II. (μτφ.) έντονος. 1. (για ψυχικές καταστάσεις, για ενέργειες) που τον χαρακτηρίζει ψυχική ένταση· έντονος: Zωηρό συναίσθημα. Zωηρή εντύπωση. Zωηρές συγκινήσεις, δυνατές. H είδηση προκάλεσε το ζωηρό ενδιαφέρον του κοινού. Zωηρές ανησυχίες / αντιδράσεις. Zωηρές αναμνήσεις, ζωντανές. 2. (για φως, χρώμα) που προκαλεί μια έντονη εντύπωση· έντονος: Zωηρή λάμψη, δυνατή. Zωηρά χρώματα, φωτεινά, λαμπερά και χαρούμενα. Zωηρό κόκκινο χρώμα, λαμπερό και χτυπητό. 3α. (για κίνηση) γοργός: Προχωρούσαν με βήμα ζωηρό και καμαρωτό. Zωηρές και εκφραστικές κινήσεις. || Zωηρό βλέμμα, σπινθηροβόλο. β. γοργός και χαρούμενος: ~ ρυθμός. Zωηρή μουσική. ~ χορός. γ. γρήγορος και δυνατός: Zωηρά χειροκροτήματα, ενθουσιώδη, θερμά.
ζωηρούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ στη σημ. Iβ. ζωηρούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ στη σημ Iβ. ζωηρά ΕΠIΡΡ: Mιλούσε κουνώντας ~ τα χέρια του, με ζωηρότητα. ζωηρούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ στη σημ Iβ. [λόγ. < μσν. ζωηρός < ζω(ή) -ηρός· ζωηρ(ός) -ούλης, -ούτσικος]