Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζωηράδα η [zoiráδa] Ο26 : η ιδιότητα και το γνώρισμα του ζωηρού· ζωντάνια, ζωηρότητα: Όλο ομορφιά και ~. Είχε πια χάσει τη ~ της νιότης της.
[ζωηρ(ός) -άδα]