Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ζωγραφιστός, επίθ.· ζγουραφιστός· ζουγραφιστός· ζωγγραφιστός.
-
- 1) Ζωγραφισμένος, που έχει ζωγραφιές:
- σκουτέλλια … ζωγγραφιστά (Ασσίζ. 49523).
- 2) Ζωγραφιστός, ζωγραφισμένος:
- Εκεί δ’ εστί ζωγραφιστός εν μέρει της εῴας ο δικαιότατος κριτής (Παϊσ., Ιστ. Σινά 919).
[<ζωγραφίζω. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- 1) Ζωγραφισμένος, που έχει ζωγραφιές:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζωγραφιστός -ή -ό [zoγrafistós] Ε1 : 1. που τον έχουν ζωγραφίσει· ζωγραφισμένος: Zωγραφιστοί θόλοι. ΦΡ ούτε ζωγραφιστό δε θέλω να τον δω, για άνθρωπο που δε θέλουμε να τον συναντήσουμε, που δε θέλουμε να έχουμε σχέσεις μαζί του. 2. πάρα πολύ όμορφος, ωραίος, τόσο ώστε να δίνει την εντύπωση ότι τον έχουν ζωγραφίσει, ότι είναι η ζωγραφική παράσταση ενός άλλου πραγματικού: Zωγραφιστά σπιτάκια.
[μσν. ζωγραφιστός < ζωφραφισ- (ζωγραφίζω) -τός]