Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζωγραφική
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζωγραφική η [zoγrafikí] Ο29α : η τέχνη της αναπαράστασης μιας πραγματικής ή φανταστικής εικόνας με γραμμές και χρώματα, κυρίως αυτής που επιδιώκει ένα αισθητικό αποτέλεσμα: H ~ είναι μία από τις καλές τέχνες. Έχει ταλέντο στη ~. Έργο / πίνακας ζωγραφικής. Σχολή / εργαστήριο / ατελιέ / χρώματα / πινέλα / μουσαμάς / καβαλέτο ζωγραφικής. Έκθεση ζωγραφικής. ~ άγιων εικόνων, αγιογραφία. ~ τοπίων, τοπιογραφία. ~ με ελαιοχρώματα, ελαιογραφία. || σύνολο έργων ζωγραφικής ορισμένης τεχνοτροπίας, εποχής κτλ.: Λαϊκή / ναΐφ / πριμιτιβιστική ~. Aκαδημαϊκή / μοντέρνα / ανεικονική ~. Σχολή / ρυθμός ζωγραφικής. Εξπρεσιονιστική / ιμπρεσιονιστική / νατουραλιστική / κυβιστική / σουρεαλιστική / ~. H ~ της Aναγέννησης.

[ελνστ. ζωγραφική (ενν. τέχνη), ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. ζωγραφικός `ικανός στη ζωγραφική΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες