Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζωγραφιά
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζωγραφιά η [zoγrafxá] Ο24 : παράσταση, εικόνα πράγματος, προσώπου κτλ. ιδίως με χρώματα και συνήθ. χωρίς ιδιαίτερες καλλιτεχνικές αξιώσεις: Tα παιδιά κρέμασαν στον τοίχο της αίθουσας τις ζωγραφιές τους. Bιβλίο για παιδιά με πολύχρωμες ζωγραφιές, εικόνες. Tα έργα των λαϊκών ζωγράφων μάς θυμίζουν συχνά παιδικές ζωγραφιές. || Είναι σαν ~, για κτ. οπτικά πολύ όμορφο.

[μσν. ζωγραφία (στη σημερ. σημ.) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αρχ. ζωγραφία `ζωγράφισμα΄]

[Λεξικό Κριαρά]
ζωγραφιά η· ζγουραφιά· ζωγγραφιά· ζωγραφία.
  • 1) Ζωγραφική τέχνη· αγιογραφία:
    • άριστον έργον ζωγραφιάς λεπτοτεχνουργημένον (Παϊσ., Ιστ. Σινά 651).
  • 2) Ζωγραφιά, εικόνα:
    • οι γραφές κι η ζγουραφιά σε πόθο την εβάλα (Ερωτόκρ. Α´ 1960).

[<αρχ. ουσ. ζωγραφία. Ο τ. ία και σήμ. ποντ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες