Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζωγραφίζω [zoγrafízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. αναπαρασταίνω, με γραμμές και χρώματα, μια πραγματική ή φανταστική εικόνα πράγματος, προσώπου, γεγονότος κτλ.· (πρβ. ιχνογραφώ, σκιτσάρω, σχεδιάζω): ~ ένα λουλούδι / ένα τοπίο / ένα πορτρέτο. ~ με κηρομπογιές / με λάδι. ~ μια ακουαρέλα. α. ζωγραφίζω επιδιώκοντας ένα καλλιτεχνικό αποτέλεσμα: Zωγράφιζε κυρίως σκηνές της καθημερινής ζωής. Ένα πορτρέτο του Παπαναστασίου ζωγραφισμένο από τον Παρθένη. β. ζωγραφίζω πάνω στις επιφάνειες ενός χώρου ή κτίσματος: Ο Mιχαήλ Άγγελος ζωγράφισε την Capella Sixtina. γ. έχω το ταλέντο να ζωγραφίζω: Zωγράφιζε από μικρός. 2. (μτφ.) περιγράφω, παρασταίνω κτ. με λόγια: Zωγράφισε την κατάσταση με τα μελανότερα χρώματα. || H χαρά ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του.
[μσν. ζωγραφίζω < αρχ. ζωγραφ(ῶ) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. ζωγραφησ-]
[Λεξικό Κριαρά]
- ζωγραφίζω· ζγουραφίζω· ζουγραφίζω· ζωγγραφίζω.
-
- 1)
- α) Ζωγραφίζω, απεικονίζω:
- εις τ’ άρματα τση κεφαλής είχε ζγουραφισμένο ψηλό βουνί (Ερωτόκρ. Β´ 149)·
- (σε μεταφ.):
- στα φύλλα τση καρδιάς σ’ έχω ζωγραφισμένη (Πανώρ. Β´ 286)·
- β) (μεταφ.) φαντάζομαι κ.:
- τούτα κι άλλα πλι’ άσκημα στο νου τση ζγουραφίζει (Ερωτόκρ. Ε´ 575).
- α) Ζωγραφίζω, απεικονίζω:
- 2) Περιγράφω κ. γραπτώς ή με λόγια:
- Τα κάλλη μου και τσ’ ομορφιές να θα σου ζωγραφίσω (Φορτουν. Ιντ. α´ 53).
[<αόρ. του αρχ. ζωγραφέω. Ο τ. ζγουρ‑ και σήμ. κρητ. Η λ. το 12. αι. (LBG), σε σχόλ. και σήμ.]
- 1)