Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ζωίτσα η.
-
- Ζωή (θωπευτ.):
- λιγοστεύει κάθ’ ώρα η ζωίτσα μου (Θησ. Ι´ [264]).
[<ουσ. ζωή + κατάλ. ‑ίτσα. Η λ. στο Meursius (‑ήτζα)]
- Ζωή (θωπευτ.):
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<ουσ. ζωή + κατάλ. ‑ίτσα. Η λ. στο Meursius (‑ήτζα)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |