Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζωίτσα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ζωίτσα η.
  • Ζωή (θωπευτ.):
    • λιγοστεύει κάθ’ ώρα η ζωίτσα μου (Θησ. Ι´ [264]).

[<ουσ. ζωή + κατάλ. ίτσα. Η λ. στο Meursius (ήτζα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες