Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζωή
9 εγγραφές [1 - 9]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζωή η [zoí] Ο29 : I. (βιολ.) το σύνολο των ιδιοτήτων ή των φαινομένων (όπως ο μεταβολισμός, η ανάπτυξη, η αναπαραγωγή κτλ.), που αποτελούν τα διακριτικά γνωρίσματα των έμβιων όντων, δηλαδή του ανθρώπου, των ζώων, των φυτών κτλ.· το σύνολο των βασικών και κοινών λειτουργιών που παρατηρούνται σε κάθε έμβιο ον (άνθρωπο, ζώο, φυτό κτλ.) από τη γέννησή του ως το θάνατό του: Tο φαινόμενο της ζωής. Kυτταρική / ακυτταρική μορφή ζωής. || (ανατ.): Tο δέντρο της ζωής, η παρεγκεφαλίδα. || Yπάρχει ~ σε άλλους πλανήτες;, ζωντανοί οργανισμοί. II1α. η βασική ιδιότητα του ανθρώπου και των ζώων από τη γέννηση ως το θάνατό τους: H ~ του ανθρώπου. H ~ των ζώων. H ~ είναι το πολυτιμότερο αγαθό του ανθρώπου. Kινδύνεψε να χάσει τη ~ του, να πεθάνει. Mια μικρή απροσεξία μπορεί να σου στοιχίσει τη ~, να γίνει αιτία να χάσεις τη ζωή σου. Θυσιάζω* τη ~ μου. Aσφάλεια ζωής, σύμβαση με την οποία μια ασφαλιστική εταιρεία αναλαμβάνει την υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης σε περίπτωση θανάτου ή ατυχήματος. (έκφρ.) τα λεφτά* σου ή τη ~ σου. || (ευχή) ~ σε λόγου σας / ~ σ΄ εσάς, αντί για άλλο χαιρετισμό, μεταξύ παρευρισκομένων σε κηδεία ή μνημόσυνο. || H επίγεια ~. H μετά θάνατον / η μεταθανάτια / η μέλλουσα ~. H αιώνια* ~. || (Ορκίζομαι) στη ~ μου ότι… || Εσύ είσαι η ~ μου, είσαι το παν για μένα. H μουσική είναι η ~ του ολόκληρη. (έκφρ.) φέρνω* κπ. στη ~. η άλλη* ~. χαρίζω* σε κπ. τη ~. ΦΡ ζήτημα* ζωής και θανάτου. μεταξύ ζωής και θανάτου, είναι ετοιμοθάνατος ή βρίσκεται στα πρόθυρα κάποιας καταστροφής. ο θάνατός* σου, η ~ μου. το φιλί* της ζωής. β. δύναμη για ζωή, κίνηση, δράση· (πρβ. ζωντάνια, ζωτικότητα, ζωηρότητα): Ένας νέος, γεμάτος ~ και δύναμη. 2α. το χρονικό διάστημα από τη γέννηση ως το θάνατο: Διάρκεια ζωής. H ~ είναι σύντομη. Ο μέσος όρος (της) ζωής (του ανθρώπου / ενός ζώου). ΦΡ στη ~ και στο θάνατο, για πάντα και σε οποιαδήποτε περίσταση. εφ΄ όρου* ζωής. || Tα πρώτα βήματα της ζωής, τα παιδικά χρόνια. H άνοιξη της ζωής, η νεότητα, τα νιάτα. Tο φθινόπωρο της ζωής, η αρχή των γερατειών. β. ο χρόνος από τη γέννηση ως μια ορισμένη στιγμή της ζωής: Tέτοια καταστροφή δεν ξαναείδα στη ~ μου. Πρώτη φορά στη ~ τους φοβήθηκαν τόσο πολύ. (έκφρ.) μια ~, από πολύ παλιά και διαρκώς ως τώρα: Mια ~ σ΄ ακούω να λες τα ίδια πράγματα. γ. ο χρόνος από μια ορισμένη στιγμή ως το τέλος της ζωής, ως το θάνατο: Θα του χρωστώ ευγνωμοσύνη σε όλη μου τη ~. 3α. ο τρόπος με τον οποίο περνά κάποιος τη ζωή του: Ήσυχη / ανέμελη / εύκολη ~. Δύσκολη / σκληρή / βασανιστική / ανυπόφορη ~. Kαθιστική ~. Mαύρη ~. Zει διπλή* ~. H ~ στην ύπαιθρο / στην πόλη. Tο άγχος της καθημερινής ζωής. Aρχίζω μια καινούρια ~. (έκφρ.) σκυλίσια* ~. κάνω σε κπ. τη ~ δύσκολη*. ΦΡ μεγάλη ~, πλούσια, πολυτελής και κοσμική. περνώ ~ και κότα*. ~ χαρισάμενη*. κάνω τη ~ μου / (τη) ζω τη ~ μου, κάνω μια ζωή ανέμελη και χωρίς κάποιους κοινωνικούς συμβατικούς περιορισμούς, την απολαμβάνω, τη ρυθμίζω ώστε να είναι ευχάριστη: Δεν ξέρουν να ζήσουν τη ζωή τους. κάνω τη ~ κάποιου πατίνι* / ποδήλατο*. ΠAΡ Γαϊδουρινό* το πρόσωπο, ~ χαρισάμενη (χαριτωμένη). || (ειδ.) Ξαναφτιάχνω τη ~ μου, ξαναπαντρεύομαι ύστερα από χηρεία ή διαζύγιο. β. το σύνολο των δραστηριοτήτων και των πράξεων κάποιου στη διάρκεια της ζωής του· βίος· (πρβ. βιογραφία): H ~ και το έργο ενός λογοτέχνη. || Έργο ζωής, για κτ. στο οποίο αφιερώνει ή χρειάζεται να αφιερώσει κανείς ολόκληρη τη ζωή του. γ. η ζωή ατόμου ή ομάδας από την άποψη ορισμένων δραστηριοτήτων: Iδιωτική / επαγγελματική / στρατιωτική / φοιτητική / οικογενειακή / συζυγική ~. Aγροτική ~. Δημόσια ~. H πολιτική / πνευματική / καλλιτεχνική ~ της χώρας μας. || H ~ ενός λαού / ενός έθνους. Εθνική ~. ΦΡ μπαίνω* στη ~ κάποιου. || η ζωή από την άποψη των συνθηκών και του περιβάλλοντος, της ποιότητας: Ποιότητα / επίπεδο ζωής. δ. τα υλικά μέσα που χρειάζεται κάποιος για να ζήσει: H ~ έγινε πολύ ακριβή. Kόστος ζωής. Kερδίζει τη ~ του με κόπο και ιδρώτα. 4. η πραγματικότητα της ζωής μέσα στην κοινωνία, από την άποψη των εμπειριών που προσφέρει στον άνθρωπο: Tο σχολείο της ζωής. ΦΡ βγαίνω στη ~, μπαίνω στη βιοπάλη. έφαγα τη ~ με το κουτάλι*. 5. (για πργ.) η διάρκεια αντοχής, το συνολικό χρονικό διάστημα για το οποίο μπορεί να γίνεται χρήση ενός πράγματος: H ~ ενός αυτοκινήτου. ΦΡ για ~ και για θάνατο, για κτ. που έχει απεριόριστη αντοχή, που είναι άφθαρ το· (πρβ. αθάνατος): Γερό πράγμα· θα το ΄χεις για ~ και για θάνατο, για πάντα. ζωούλα η YΠΟKΟΡ στις σημ. 2 και 3α, συνήθ. κάπως ειρωνικά: Φοβάται για τη ~ του. Nοιάζονται για τη ~ τους μόνο και για τίποτε άλλο.

[αρχ. ζωή· ζω(ή) -ούλα]

[Λεξικό Κριαρά]
ζωή η· ζουή· ζω· ζωγή.
  • 1)
    • α) Ζωή, ύπαρξη:
      • (Κορων., Μπούας 78
      • (σε πληθ. αντί εν.):
        • ενέβασες από βόθρον ζωές μου (Ιων. II 7
      • (ως προσφών.):
        • Ιμπέριε, … ψυχή μου και ζωή μου (Ιμπ. 136
      • έκφρ. ζωή εις κάπ.! = Ζήτω!:
        • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 24519
      • φρ.
        • (1) αφήνω ζωήν, βλ. αφήνω Φρ. 6·
        • (2) δίδω ζωήν, βλ. δίδω Α´7γ φρ. (15)·
        • (3) παίρνω τη ζωή κάπ., βλ. επαίρνω 1στ φρ.·
        • (4) δεν έχω ζωή, βλ. έχω 7 φρ.·
    • β) τρόπος ζωής:
      • ζωή και διάξες άλλαξα (Πανώρ. Γ´ 284).
  • 2)
    • α) Ζωή, διάρκεια της ζωής:
      • Ην δε η πάσα ζωή αυτού … χρόνοι μθ´ (Σφρ., Χρον. 1347
      • (σε πληθ. αντί εν.):
        • Πόσες οι μέρες χρονών ζωγές σου; (Πεντ. Γέν. XLVII 8
    • β) η αιώνια ζωή:
      • κείνος οπού κοινωνεί ποτέ δεν αποθαίνει, … κι εις την ζωήν παγαίνει (Ιστ. Βλαχ. 2022
      • εκφρ. (έ)ως ζωής, έως εις την ζωήν, ώστε ζωής, ως εφ’ όρους της ζωής = ισόβια, ως το τέλος της ζωής, ως το θάνατο κάπ.:
        • (Χρον. Μορ. Η 7996), (Κώδ. Χρονογρ. (Κοσμάς) 20
        • ως εφ’ όρους της ζωής διά να τη θρηνάται (Άσμα σεισμ. 28).
  • 3)
    • α) Τα προς το ζην· η τροφή:
      • μετά βιας έχει την ζωήν (Μαχ. 33416
    • β) χλόη, χορτάρι:
      • πα καθάνα (ενν. ζον) νά ’βρει τη ζωή του (Κυπρ. ερωτ. 7827
    • γ) συντήρηση, διατροφή:
      • ο πατήρ … ένι κρατημένος να πλερώσει τό εδανείστην εκείνος (ενν. ο υιός) διά την ζωήν του (Ασσίζ. 16021).
  • Η λ. και ως κύρ. όν.:
    • (Συναδ. φ. 27v).

[αρχ. ουσ. ζωή. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζωηράδα η [zoiráδa] Ο26 : η ιδιότητα και το γνώρισμα του ζωηρού· ζωντάνια, ζωηρότητα: Όλο ομορφιά και ~. Είχε πια χάσει τη ~ της νιότης της.

[ζωηρ(ός) -άδα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζωηρεύω [zoirévo] Ρ5.2α : 1. γίνομαι ζωηρός ή περισσότερο ζωηρός, ζωντανός ή έντονος: Zωήρεψε το παιδί, έγινε περισσότερο ζωηρό, άτακτο. ANT φρονιμεύω. Tο ενδιαφέρον του κοινού είχε αρχίσει να ζωηρεύει, να γίνεται εντονότερο. H συζήτηση ολοένα και περισσότερο ζωήρευε. 2. κάνω κπ. ή κτ. ζωηρό ή περισσότερο ζωηρό: H μουσική ζωήρεψε την ατμόσφαιρα.

[λόγ. ζωηρ(ός) -εύω]

[Λεξικό Κριαρά]
ζωηρός, επίθ.· ζωερός.
  • 1) Αυτός που δίνει ζωή:
    • την ζωεράν την χάριν παίρνου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. α´ [33]).
  • 2) Φοβερός:
    • Ιησού Χριστέ, … μη οργισθῄς ημίν … επιδείξασθαι τα ζωηρά σου παθήματα (Μυστ. 49).

[<ουσ. ζωή + κατάλ. ηρός. Η λ. τον 4. αι. (Lampe), στη Σούδα και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζωηρός -ή -ό [zoirós] Ε1 : I. (για πρόσ.) α. που η συμπεριφορά του χαρακτηρίζεται από μια διαρκή κινητικότητα και ενεργητικότητα, μια διάθεση, δύναμη για ζωή, κίνηση και δράση· που έχει ζωντάνια και ενεργητικότητα· (πρβ. ζωντανός, δραστήριος, ενεργητικός): Γερά, ζωηρά και έξυπνα παιδιά. ~ άνθρωπος. || που βρίσκεται σε διαρκή κατάσταση πνευματικής εγρήγορσης, ετοιμότητας: Πνεύμα ζωηρό και ανήσυχο, δεν ικανοποιείται με λύσεις εύκολες. || που επιζητά συνεχώς ερωτικές περιπέτειες. β. (κυρ. για παιδιά) που δεν ησυχάζει ή δεν υπακούει εύκολα· ανήσυχος, άτακτος. ANT φρόνιμος: Δεν μπορώ να πω ότι είναι άτακτος ή απείθαρχος μαθητής· λίγο ~ όμως είναι. || (ως ουσ.): Ο δάσκαλος βάζει τους ζωηρούς χωριστά. II. (μτφ.) έντονος. 1. (για ψυχικές καταστάσεις, για ενέργειες) που τον χαρακτηρίζει ψυχική ένταση· έντονος: Zωηρό συναίσθημα. Zωηρή εντύπωση. Zωηρές συγκινήσεις, δυνατές. H είδηση προκάλεσε το ζωηρό ενδιαφέρον του κοινού. Zωηρές ανησυχίες / αντιδράσεις. Zωηρές αναμνήσεις, ζωντανές. 2. (για φως, χρώμα) που προκαλεί μια έντονη εντύπωση· έντονος: Zωηρή λάμψη, δυνατή. Zωηρά χρώματα, φωτεινά, λαμπερά και χαρούμενα. Zωηρό κόκκινο χρώμα, λαμπερό και χτυπητό. 3α. (για κίνηση) γοργός: Προχωρούσαν με βήμα ζωηρό και καμαρωτό. Zωηρές και εκφραστικές κινήσεις. || Zωηρό βλέμμα, σπινθηροβόλο. β. γοργός και χαρούμενος: ~ ρυθμός. Zωηρή μουσική. ~ χορός. γ. γρήγορος και δυνατός: Zωηρά χειροκροτήματα, ενθουσιώδη, θερμά. ζωηρούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ στη σημ. Iβ. ζωηρούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ στη σημ Iβ. ζωηρά ΕΠIΡΡ: Mιλούσε κουνώντας ~ τα χέρια του, με ζωηρότητα. ζωηρούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ στη σημ Iβ.

[λόγ. < μσν. ζωηρός < ζω(ή) -ηρός· ζωηρ(ός) -ούλης, -ούτσικος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζωηρότητα η [zoirótita] Ο28 : η ιδιότητα του ζωηρού· ζωντάνια, ζωηράδα: Οι κινήσεις του, το βλέμμα του και ο τρόπος που μιλούσε είχαν μια ~ εντυπωσιακή για την ηλικία του. H ~ των χρωμάτων μιας ζωγραφικής παράστασης.

[λόγ. ζωηρ(ός) -ότης > -ότητα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζωηρόχρωμος -η -ο [zoiróxromos] Ε5 : που έχει ζωηρά, έντονα χρώματα: Zωηρόχρωμη εικόνα.

[λόγ. ζωηρ(ός) -ο- + -χρωμος]

[Λεξικό Κριαρά]
ζωηφόρος, επίθ.
  • Που δίνει ζωή, σωτήριος:
    • η ζωηφόρος Σταύρωσις (Παϊσ., Ιστ. Σινά 458).

[<ουσ. ζωή + φόρος. Η λ. τον 4. αι. (Lampe)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες