Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζυμωτής ο [zimotís] Ο7 θηλ. ζυμώτρια [zimótria] Ο27 & (λαϊκότρ.) ζυμώτρα [zimótra] Ο25α : εργάτης που ζυμώνει (σε αρτοποιείο κτλ.).
[μσν. ζυμωτής < ζυμώ(νω) -τής· λόγ. επίδρ. στο ζυμώτρα· ζυμω(τής) -τρα]
[Λεξικό Κριαρά]
- ζυμωτής ο.
-
- Ζυμωτής:
- Αν ήμουν … ζυμωτής …, προφούρνια να χόρταινα (Προδρ. III 273-26 χφ P κριτ. υπ).
[<ζυμώνω + κατάλ. ‑τής. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Ζυμωτής: