Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζυμάρι
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζυμάρι το [zimári] Ο44 : μαλακή και εύπλαστη μάζα από αλεύρι και νερό· (πρβ. ζύμη): Mαλακός σαν ~.

[μσν. ζυμάρι < ζυμάρι(ο)ν υποκορ. του αρχ. ζύμ(η) `μαγιά΄ -άρι(ο)ν > -άρι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζυμαρικό το [zimarikó] Ο38 (συνήθ. πληθ.) : γενική ονομασία για ποικίλα εδώδιμα προϊόντα παρασκευασμένα από μείγμα σιτάλευρου, νερού και άλλων θρεπτικών ουσιών, που τα έχουν ξεράνει στον αέρα ή σε ειδικούς θαλάμους· πάσταII: Είδη ζυμαρικών: μακαρόνια, μανέστρα, κριθαράκι, φιδές κτλ.

[ζυμάρ(ι) -ικό, ουδ. του -ικός]

[Λεξικό Κριαρά]
ζυμάριν το· ζυμάρι.
  • Ζυμάρι:
    • έψησαν το ζυμάρι (Πεντ. Έξ. ΧΙΙ 39
    • άλειψον ζυμάριν (Ορνεοσ. αγρ. 57011 (έκδ. έριν)).

[<ουσ. ζύμη + κατάλ. άριν. Τ. ιον στο Du Cange· βλ. και L‑S Suppl., LBG. Η λ. και ο τ. στο Du Cange (λ. ιον)· ο τ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες