Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζυγώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζυγώνω [ziγóno] Ρ1α : (λογοτ.) πηγαίνω κοντά ή περισσότερο κοντά σε κπ. ή σε κτ.· πλησιάζω, σιμώνω: Mη ζυγώνεις· μείνε εκεί που είσαι.

[μσν. ζυγώνω (στη νέα σημ.) < ελνστ. ζυγ(ῶ) -ώνω `συνδέω΄ < αρχ. ζυγῶ `υποτάσσω΄ (< ουσ. ζυγός)]

[Λεξικό Κριαρά]
ζυγώνω· αόρ. εζύγωξα.
  • 1) Πλησιάζω:
    • ζύγωσε στους ναύτες (Θησ. Δ´ [333]).
  • 2)
    • α) Απομακρύνω, διώχνω:
      • Το ’να μ’ αφτί σού τα γροικά και τ’ άλλο τα ζυγώνει (Ερωτόκρ. Γ´ 161
    • β) καταδιώκω:
      • οι Αθηναίοι φεύγασι κι οι Βλάχοι τσι ζυγώνα (Ερωτόκρ. Δ´ 1022).

[αρχ. ζυγόω. Η λ. στο Βλάχ. (ζη‑) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες