Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζυγωματικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζυγωματικός -ή -ό [ziγomatikós] Ε1 : (ανατ.) α. ζυγωματικά οστά, και ως ουσ. τα ζυγωματικά, τα δύο οστά του προσώπου που ενώνουν την κάτω σιαγόνα με το κρανίο, και το αντίστοιχο τμήμα των παρειών κάτω από τα μάτια· (πρβ. τα μήλα* του προσώπου). β. που βρίσκεται στα ζυγωματικά οστά: Zυγωματική απόφυση. Zυγωματικό τόξο / νεύρο.

[λόγ. < γαλλ. zygomatique < νλατ. zygomaticus < zygomat- < ελνστ. ζυγωματ- (ζύγωμα) `ζυγωματικό τόξο΄ -icus = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες