Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζυγαριά η [ziγarjá] Ο24 : όργανο με το οποίο μετρούν το βάρος ενός σώματος· ζυγός: H ~ του μανάβη / του μπακάλη. Aυτόματη ~. ~ ακριβείας. Bάζω κτ. στη ~, το ζυγίζω και μτφ., υπολογίζω τη σημασία του, σταθμίζω τα υπέρ και τα κατά.
[μσν. ζυγαρέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < *ζυγάρ(ιον) -έα > -ιά υποκορ. του αρχ. ζυγ(ός) -άριον]
[Λεξικό Κριαρά]
- ζυγαριά η· ζυγαρά.
-
- α) Ζυγαριά·
- (σε μεταφ.):
- τη ζωή … στη ζυγαρά τη βάνω (Ερωτόκρ. Δ´ 1217)·
- (σε μεταφ.):
- β) (μεταφ., προκ. για την κρίση του Θεού):
- Η ζυγαρά η άσφαλτος, οπού τα δίκια κρίνει (Θυσ. 663).
[<παλαιότ. ουσ. ζυγάριον (5. αι., LBG) + κατάλ. ‑ιά. Ο τ. στο Βλάχ. Τ. ‑έα στο Meursius. Η λ. στο Somav., στο LBG και σήμ.]
- α) Ζυγαριά·