Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζυγίζω [zijízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. μετρώ το βάρος ενός σώματος με ζυγαριά: ~ το κρέας / τα φρούτα / ένα δέμα / τις αποσκευές μου. || (παθ.) μετρώ το βάρος μου σε ζυγαριά: Έχω καιρό να ζυγιστώ. β. ~ κτ. με το χέρι / με το μάτι, υπολογίζω κατά προσέγγιση το βάρος του σηκώνοντάς το ή παρατηρώντας το. 2. έχω ορισμένο βάρος: Πόσο ζυγίζει η βαλίτσα; Ένα μεγάλο καρπούζι, θα ζύγιζε ίσαμε δέκα κιλά. Έχει ύψος 1,65 και ζυγίζει 74 κιλά. 3. (παθ.) παρατάσσομαι σε ζυγούς, στην ίδια οριζόντια ευθεία μαζί με άλλους· (πρβ. στοιχίζω 2): Οι στρατιώτες πρέπει να είναι στοιχημένοι και ζυγισμένοι. (ως γυμναστικό παράγγελμα): Zυγιστείτε. 4. (μτφ.) μετρώ το ηθικό βάρος ή τη σημασία πράγματος· ζυγιάζω, μετρώ, σταθμίζω. α. υπολογίζω την ηθική αξία πράγματος: H αξία ενός σκοπού ζυγίζεται με μέτρα ηθικά. β. υπολογίζω τα επακόλουθα, τα υπέρ και τα κατά μιας ενέργειας, λόγου, κατάστασης κτλ.: Mιλούσε αργά, ζυγίζοντας μια μια την κάθε του λέξη.
[μσν. ζυγίζω < αρχ. ζυγ(ός) -ίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ζυγίζω.
-
- α) Ζυγίζω:
- σαν τα εχώνευσαν, τα εζύγισαν (ενν. τα κομμάτια του χρυσού) (Δωρ. Μον. (Βαλ.) 42)·
- β) (μεταφ.) υπολογίζω (με ορισμένα δεδομένα):
- του ’πε για τον πόλεμον … και του ζύγισε ετότες κάθα πράμα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 46315).
[<ουσ. ζυγός + κατάλ. ‑ίζω. Η λ. στη Σούδα με διαφορ. σημασ. (L‑S), σε έγγρ. (13. αι., LBG) και σήμ.]
- α) Ζυγίζω: