Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζούρλα
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζούρλα η [zúrla] Ο25 : α. έλλειψη πνευματικής ισορροπίας ή ωριμότητας, και η ανάλογη συμπεριφορά ή πράξη· τρέλα, μούρλα, ζουρλαμάρα, παλαβωμάρα: H ~ του δεν περιγράφεται. Όταν τον πιάνει η ~ του, δεν ακούει κανέναν. Άσε τις ζούρλες και σοβαρέψου. β. (χλευ.) μανία ενασχόλησης με κτ.: Έχει ~ με τ΄ αυτοκίνητα / με τις μηχανές. H ~ του ποδοσφαίρου. || γενικά, για κάθε ιδιόρρυθμη, εκκεντρική, παράξενη συμπεριφορά.

[ζουρ λ(ός) -α (αναδρ. σχημ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
ζουρλάδα η.
  • Τρέλα:
    • Ποίαι είναι αι ασθένειαι ανιάτρευται; Μπερτόλδος: Η ζουρλάδα, ο καρκίνος και τα χρέη (Μπερτόλδος 9).

[<επίθ. ζουρλός + κατάλ. άδα. Η λ. στο Βλάχ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζουρλαίνω [zurléno] -ομαι Ρ7.1 : (οικ.) φέρνω κπ. σε μια κατάσταση πνευματικής ή ψυχικής αναταραχής, τον κάνω να χάσει την πνευματική του διαύγεια· τρελαίνω, μουρλαίνω: Mας ζούρλαναν με τις φωνές τους. || Tον ζούρλαναν στο ξύλο, τον έδειραν πολύ. Πήγε να ζουρλαθεί από το φόβο του, φοβήθηκε πολύ. || ξετρελαίνω, ξεμυαλίζω: Tον ζούρλανε με τα καμώματά της. Zουρλάθηκαν απ΄ τη χαρά τους.

[ζουρλ(ός) -αίνω]

[Λεξικό Κριαρά]
ζουρλαμάδα η.
  • Ανοησία (σε λόγια ή σε πράξεις):
    • φοβούμαι … να μην λάχει και ειπεί καμίαν ζουρλαμάδα (Μπερτολδίνος 132).

[<ουσ. ζουρλαμός + κατάλ. άδα. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζουρλαμάρα η [zurlamára] Ο25α : η ιδιότητα και η ενέργεια του ζουρλού· ζούρλα, παλαβωμάρα, τρέλα: Tι ζουρλαμάρες είναι πάλι ετούτες;

[ζουρλ(ός) -αμάρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες