Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζούδι το [zúδi] Ο44α : (λογοτ., λαϊκότρ.) 1. γενική ονομασία για πολύ μικρά ζώα ή ζωύφια: «Kαι σαν μερμήγκια, λέω, ποδοπατιούνται οι άνθρωποι, πιο ανυπεράσπιστοι απ΄ τα ζούδια». 2. (μτφ., μειωτ. και περιφρονητικά) αδύναμος, ασήμαντος άνθρωπος.
[μσν. ζούδιον < ελνστ. ζῴδιον (αρχ. σημ.: δες ζώδιο), με τροπή [ο > u] αναλ. προς το υποκορ. επίθημα -ούδι(ον)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ζούδιον το,
- βλ. ζώδιον.