Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζοχαδιακός -ή -ό [zoxaδjakós] Ε1 : 1. που υποφέρει από ζοχάδες, αιμορροΐδες. 2. (συνήθ. μτφ., για πρόσ.) ιδιότροπος, δύσθυμος, υποχόνδριος.
[ζοχάδ(α) -ιακός]