Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζοχαδιάζω [zoxaδjázo] -ομαι Ρ2.1 : (προφ.) προκαλώ σε κπ. κακή ψυχική διάθεση, τον κάνω να δυσθυμήσει: Kάνε ό,τι σου λέω και μη με ζοχαδιάζεις άλλο. || (παθ.) γίνομαι δύσθυμος, αποκτώ κακή ψυχική διάθεση: Mια κουβέντα του είπαμε, κι αυτός ζοχαδιάστηκε. Δε μας αφήνεις ήσυχους, μουρμούρισε ζοχαδιασμένος.
[ζοχάδ(α) -ιάζω]