Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζοφερός -ή -ό [zoferós] Ε1 : α. υπερβολικά σκοτεινός· κατασκότεινος: Zοφερή νύχτα. β. (συνήθ., μτφ.) που εμπνέει φόβο, ανησυχία, βαθιά μελαγχολία, θλίψη ή απαισιοδοξία: Zοφερή κατάσταση. Zοφερές σκέψεις / μέρες. Περιέγραψε την κατάσταση με τα πιο ζοφερά χρώματα.
[λόγ. < αρχ. ζοφερός]