Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ζουρλός, επίθ.
-
- Ανόητος, παλαβός:
- το ζουρλό κεφάλι (Ζήν. Ε´ 353).
[<βεν. zurlon. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Ανόητος, παλαβός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζουρλός -ή -ό [zurlós] Ε1 : τρελός, μουρλός, παλαβός. α. που η συμπεριφορά του δείχνει έλλειψη πνευματικής ισορροπίας, ωριμότητας: Xοροπηδούσαν σαν ζουρλοί από τη χαρά τους. || ασύνετος, επιπόλαιος: Zουρλή, τι πας να κάνεις; β. ως ειρωνικός και χλευαστικός χαρακτηρισμός προσώπου που έχει συμπεριφορά ιδιόρρυθμη, εκκεντρική. || που έχει τη μανία ενασχόλησης με κτ.: Είναι ~ με το ποδόσφαιρο.
[μσν. ζουρλός < βεν. zurlo, zurlo(n) -ς `άστατος, ελαφρόμυαλος΄, ρ. zurlar `παραληρώ, κάνω παλαβωμάρες΄ (προφ. [tsurlón] και πιο λαϊκή [zurlón] )]