Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζουμπάς ο [zumbás] Ο1 : α. μικρό βοηθητικό εργαλείο του χεριού, που το χτυπάμε με σφυρί πάνω σε μια επιφάνεια για να την τρυπήσουμε. β. (χλευ.) για πολύ κοντό άνθρωπο· κοντοστούπης.
[τουρκ. zιmba -ς]