Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζουμερός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζουμερός -ή -ό [zumerós] Ε1 : α. (για φρούτα, καρπούς κτλ.) που έχει πολύ χυμό· χυμώδης: Zουμερά λεμόνια / αχλάδια. β. (μτφ.) που έχει ουσιαστικό περιεχόμενο: Λίγα λόγια, αλλά ζουμερά.

[μσν. ζουμερός < ζουμ(ί) -ερός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες