Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζουμί το [zumí] Ο43 : 1α. η ρευστή ουσία που παίρνουμε από μια φυτική τροφή (καρπό κτλ.), όταν τη συμπιέσουμε ή τη βράσουμε: Στύβουμε καλά τα λεμόνια, ώσπου να βγει όλο τους το ~, χυμός. Bράζουμε τα χόρτα και χύνουμε το ~ τους. β. ζωμός από βρασμένο κρέας: Περιχύνουμε τις πατάτες με ~ από κρέας, για να νοστιμίσουν. || Ο καφές / η σούπα είναι σκέτο ~, χωρίς τα απαραίτητα υλικά και συνεπώς άνοστα. ΦΡ βράζει στο ~ του, για κπ. που μάταια και χωρίς αποτέλεσμα ταλαιπωρείται, προσπαθώντας να κάνει κτ. με τα δικά του ανεπαρκή μέσα. τι είν΄ ο κάβουρας*, τι είναι το ~ του. || (χλευ., λαϊκ.) τον παίρνουν τα ζουμιά, αρχίζει να κλαίει. ΠAΡ H παλιά / η γριά η κότα έχει το ~, η ώριμη γυναίκα είναι, ως έμπειρη, περισσότερο θελκτική από ερωτική άποψη. 2. (προφ., μτφ.) α. η ουσία λόγου ή σκέψης: Λόγια χωρίς ~. Πολλά είπε αλλά το ~ είναι ένα. β. ωφέλιμο αποτέλεσμα ή κέρδος: (Δεν) έχει ~ η υπόθεση / η δουλειά.
ζουμάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. ζουμί < ζουμίν < ζωμίν ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] ) < ελνστ. ζωμίον (υποκορ. του αρχ. ζωμός)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ζουμίν το· ζουμί· ζωμίν.
-
- α) Ζουμί, χυμός:
- κοπάνισον ροΐδιν … και το ζωμίν εκείνου ας το πίνει (Σταφ., Ιατροσ. 410)·
- β) ζωμός κρέατος ή ψαριού:
- κέφαλος …, συναγρίδα …, να έπια το ζωμίν των (Προδρ. IV 180).
[<μτγν. ουσ. ζωμίον. Ο τ. ζω‑ και σήμ. ποντ. Ο τ. ‑ί και σήμ. Η λ. στο Meursius· βλ. και LBG]
- α) Ζουμί, χυμός:
[Λεξικό Κριαρά]
- ζουμίτσιν το.
-
- Ζουμάκι:
- να έφαγα τα θρύμματα και να ’πια το ζουμίτσιν (Προδρ. IV 180 χφφ PK κριτ. υπ).
[<ουσ. ζουμίν + κατάλ. ‑ίτσιν. Η λ. στο Du Cange (λ. ζούμι)]
- Ζουμάκι: