Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζουλώ [zuló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.2 : πιέζω κτ. δυνατά (με το χέρι μου), ώστε να περιορίσω τον όγκο του ή να το κάνω να βγάλει το περιεχόμενό του· ζουπώ: ~ ένα λεμόνι, για να βγει ο χυμός του, στύβω. || Zουληγμένα φρούτα.
[ζουλ(ίζω) μεταπλ. -ώ με βάση το συνοπτ. θ. ζουλισ-]