Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζουζούνι το [zuzúni] Ο44 : α. γενική ονομασία για οποιοδήποτε μικρό έντομο και ιδιαίτερα γι΄ αυτά που αναπτύσσονται στους αποξηραμένους καρπούς των οσπρίων και των δημητριακών· (πρβ. μαμούνι) ή γι΄ αυτά που πετούν με βόμβο. β. (μτφ., χαϊδευτικά) για αγαπημένο πρόσωπο, συνήθ. παιδί.
ζουζουνάκι το YΠΟKΟΡ. [ηχομιμ. < ήχο ζου ζ(ου) -ούνι με επίδρ. της λ. μαμούνι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζουζουνίζω [zuzunízo] Ρ2.1α : (κυρ. για έντομο) παράγω οξύ ήχο, που μοιάζει με παρατεταμένο [z].
[ζουζούν(ι) -ίζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζουζούνισμα το [zuzúnizma] Ο49 : οξύς ήχος, ο οποίος μοιάζει με παρατεταμένο [z] και τον οποίο παράγουν κάποια έντομα, όταν πετούν.
[ζουζουνισ- (ζουζουνίζω) -μα]