Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζορμπαλίκι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζορμπαλίκι το [zorbalíki] & ζορμπαδιλίκι το [zorbaδilíki] Ο44α : (προφ.) βίαιη, αυθαίρετη και τυραννική συμπεριφορά ή ενέργεια· (πρβ. νταηλίκι, ζοριλίκι, αντριλίκι): Άσε τα ζορμπαλίκια, γιατί δεν περνάνε σ΄ εμένα.

[τουρκ. zorbalik -ι· ζορμπαδ- (ζορμπάς) -ιλίκι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες