Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζορμπάς ο [zorbás] Ο1 : (παρωχ.) α. για πρόσωπο που έχει χαρακτήρα αυταρχικό και καταπιεστικό. β. μέλος ομάδας οπλοφόρων που παρεκτρέπονταν σε βιαιοπραγίες.
[τουρκ. zorba -s]