Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζιγκολό ο [zigoló] Ο (άκλ.) : άντρας που συνάπτει έναντι αμοιβής ερωτικές σχέσεις με γυναίκες συνήθ. μεγαλύτερές του σε ηλικία.
[λόγ. < γαλλ. gigolo]