Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζητωκραυγάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζητωκραυγάζω [zitokravγázo] Ρ2.1α : φωνάζω δυνατά για να εκδηλώσω επιδοκιμασία, ενθουσιασμό κτλ.: Tο πλήθος ζητωκραύγαζε στις κερκίδες. Οι διαδηλωτές διέσχιζαν τους δρόμους ζητωκραυγάζοντας. Πλήθος κόσμου ζητωκραύγαζε τους ελευθερωτές.

[λόγ. ζητωκραυγ(ή) -άζω κατά το σχ.: κραυγή - κραυγάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες