Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ζητεία η.
-
- (Εκκλ.) είδος φόρου, η υποχρεωτική εισφορά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο των χριστιανών που υπάγονται σ’ αυτό:
- να ετοιμάσομεν την ζητείαν και το φιλότιμον … και όλα ομού τα νομιζόμενα δικαιώματα (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 24012).
[<αρχ. ζητεύω ή ζητώ + κατάλ. ‑εία. Τ. ‑ειά στο Somav. (λ. ζήτη)]
- (Εκκλ.) είδος φόρου, η υποχρεωτική εισφορά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο των χριστιανών που υπάγονται σ’ αυτό: