Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζημιάρης -α -ικο [zimnáris] Ε9 : (για πρόσ.) που κάνει συχνά ζημιές από απροσεξία ή από αδεξιότητα: Zημιάρα γυναίκα. Zημιάρικο παιδί. || Zημιάρα γάτα. || (ως ουσ.): Πολύ ζημιάρα· κάθε μέρα κάτι θα σπάσει.
[ζημι(ά) -άρης]