Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζηλόφθονος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ζηλόφθονος, επίθ.
  • Ζηλιάρης, φθονερός:
    • ζηλόφθονε, … πόσες ζωές στο θάνατο κρατείς (ενν. ο Χάρος) (Τζάνε, Κρ. πόλ. 52619).

[<ουσ. ζήλος + φθόνος. Η λ. στο LBG και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζηλόφθονος -η -ο [zilófθonos] Ε5 : που ζηλεύει και φθονεί· φθονερός: ~ χαρακτήρας. Σημαδεμένος από τη ζηλόφθονη μοίρα του. Zηλόφθονη καρδιά. || Zηλόφθονο βλέμμα. || (ως ουσ.): Πάσχιζαν να του κάνουν κακό οι ζηλόφθονοι. ζηλόφθονα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. ζήλ(ος) -ο- + φθόν(ος) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες