Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζεύγος το [zévγos] Ο46 : 1. δύο όμοια ή ταιριαστά· (πρβ. ζευγάρι): α. (λόγ.) για δύο όμοια ή συμμετρικά πράγματα που χρησιμοποιούνται μαζί: Ένα ~ υποδημάτων. || ~ γυαλιών. β. συνδυασμός δύο συσκευών, μηχανημάτων κτλ. που επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία: Hλεκτροπαραγωγό* ~. γ. για δύο πρόσωπα, άντρα και γυναίκα: Συζυγικό ~. ~ ερωτευμένων. ~ χορευτών. Kαλλιτεχνικό ~. 2. (γλωσσ.) για δύο λέξεις θεωρούμενες από την άποψη κάποιας ομοιότητας ή αντιστοιχίας: Σημασιολογικά ζεύγη. Aντιθετικά ζεύγη ή ζεύγη αντιθέτων, π.χ. «μικρό - μεγάλο». Ελάχιστα ζεύγη, λέξεις που αποτελούνται από τον ίδιο αριθμό φωνημάτων και διαφέρουν κατά ένα, π.χ. «χολή - χοροί».
[λόγ. < αρχ. ζεῦγος]
[Λεξικό Κριαρά]
- ζεύγος το.
-
- 1) Ζευγάρι ζώων:
- (Δούκ. 14931).
- 2) Ζευγάρι, αντρόγυνο:
- (Διγ. Άνδρ. 41218).
[αρχ. ουσ. ζεύγος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ζευγάρι ζώων: